- τετράρραβδος
- τετρά-ρραβδος, ον,A with four spokes, Sch.Pi.P.2.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράρραβδος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις ράβδους ή τέσσερεις ακτίνες τροχού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ῥάβδος (πρβλ. πεντά ρραβδος)] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek